- αποστραγγίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, στεγνώνω, αποξηραίνω: Χιλιάδες στρέμματα αποστραγγίστηκαν και παραδόθηκαν στην καλλιέργεια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αποστραγγίζω — αποστραγγίζω, αποστράγγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποστραγγίζω — (ΑΜ ἀποστραγγίζω) εξουδετερώνω, εξουθενώνω νεοελλ. στραγγίζω κάτι εντελώς … Dictionary of Greek
ἀποστραγγίζεται — ἀποστραγγίζω check pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστράγγισον — ἀποστραγγίζω check aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποξηραίνω — κ. ξεραίνω (AM ἀποξηραίνω) 1. ξεραίνω κάτι εντελώς 2. (για λίμνες, έλη κ.λπ.) αποστραγγίζω μσν. νεοελλ. αφήνω κάτι εντελώς ξερό, χωρίς ζωή αρχ. αφανίζω … Dictionary of Greek
αποστράγγιση — η 1. το να στραγγίζει κανείς κάτι εντελώς, να του αφαιρεί τα υγρά 2. η αποξήρανση ελώδους τόπου με αποχέτευση των υδάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποστραγγίζω. Η λ. μαρτυρείται με τη σημασία 2. από το 1879 στον Παναγ. Γεννάδιο, ως απόδοση του γαλλ.… … Dictionary of Greek
καταστραγγίζω — (Α καταστραγγίζω) στραγγίζω εντελώς, αποστραγγίζω νεοελλ. παθ. καταστραγγίζομαι μτφ. απισχναίνομαι, παθαίνω σωματική κατάπτωση με απίσχνανση … Dictionary of Greek